Νεκταρίου

Νεκταρίου
Νεκτάριος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεκταρίου — νεκτάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγίου Νεκταρίου, μονή — Ονομασία έξι μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 2. Ανδρικό ησυχαστήριο στο Χαλκί της Κορινθίας. Ιδρύθηκε το 1973. 3. Γυναικείο ησυχαστήριο στην Αίγινα. Αν και τιμάται στο όνομα της Αγίας Τριάδος,… …   Dictionary of Greek

  • Nikolaos von Otranto — (auch: Abt Nektarios von Casole) (* ca. 1155/60 in Otranto; † 9. Februar 1235 in Casole) war ein griechischer Klostervorsteher und Schriftsteller. Nikolaos wurde vermutlich um 1155/60 geboren. Wo er seine beträchtliche Bildung erhielt, ist nicht… …   Deutsch Wikipedia

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μονή — I (Ζωοδόχος Πηγή).Γυναικείο ησυχαστήριο κοντά στο Ναύπλιο, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Αργολίδας. Ιδρύθηκε το 1143 από τον επίσκοπο Άργους και Ναυπλίου Λέοντα. Το καθολικό, αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή, κτίσμα του 12 αι., είναι καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αγίων Πάντων, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Λέγεται και Βαρλαάμ. Βλ. λ. Μετέωρα. 2. Γυναικείο μοναστήρι στις Σπέτσες. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. 3. Γυναικείο μοναστήρι στο Γύθειο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου. 4.… …   Dictionary of Greek

  • Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… …   Dictionary of Greek

  • Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”